- επιθήραρχος
- ἐπιθήραρχος, ο (Α)ο αρχηγός επιθηραρχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θηρ + *αρχος (< άρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιθηραρχία — ἐπιθηραχία, ἡ (Α) [επιθήραρχος] μοίρα τεσσάρων ελεφάντων … Dictionary of Greek